ποεσιτρόφος

ποεσιτρόφος
ποεσι-τρόφος, ον, ([etym.] πόα)
A abounding in herbs, Opp.C.3.189.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποεσιτρόφος — abounding in herbs masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποεσιτρόφος — ον, Α βλ. ποιοτρόφος …   Dictionary of Greek

  • ποιοτρόφος — και ποεσιτρόφος, ον, Α (για τόπο) αυτός που τρέφει πόες, χόρτα, αυτός που έχει αφθονία χόρτων («ποιοτρόφος αἶα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόα / ποία + τρόφος (< τρέφω). Ο τ. ποεσιτρόφος κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”